- καῦστις
- καῦστις, ἡ,A = ἀμφίκαυστις 1, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καύστις — καῡστις, εως, ἡ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) αμφίκαυστις*, ώριμο στάχυ κριθαριού 2. ως κύρ. όν. ἡ Καῡστις επίκληση τής θεάς Δήμητρας. [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τ. αντίστοιχος τού καύστης*] … Dictionary of Greek
αμφίκαυστις — ἀμφίκαυστις, εως, η (Α) 1. ώριμο στάχυ τσουρουφλισμένο (ώστε να τρίβεται εύκολα και να βγαίνει ο ημίχλωρος καρπός), ψάνη 2. (στους Κωμ.) το αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + καῦστις «ώριμο κριθάρι», θ. τού καύστης < ἔκαυσα, αόρ. του ρ. καίω] … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek